σπεύδω

σπεύδω
ΝΜΑ
1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν.
γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ' ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.)
2. είμαι έτοιμος ψυχικά, προθυμοποιούμαι να κάνω κάτι (α. «το ξέρω ότι θα σπεύσει να μέ βοηθήσει» β. «σπευδόμεναι δ' ἀφελεῑν τινα τάσδε μερίμνας», Αισχύλ.
γ. «σπεύδειν δ' ὅττι τάχιστα πάλιν οἶκόνδε νέεσθαι», Ησίοδ.)
3. ανυπομονώ, δεν βλέπω την ώρα να κάνω κάτι (α. «μη σπεύδεις να συμφωνήσεις» β. «ἔσπευσεν τοῡ διατηρηθῆναι τὴν εὐφημίαν αὐτοῑς», επιγρ.
γ. «μάλα σπεύδοντα μάχην ἐς κυδιάνειραν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εσπευσμένος, -η, -ο
αυτός που έγινε βιαστικά, απροετοίμαστος
2. φρ. «σπεύδε βραδέως» — με προσεγμένη τακτική φτάνεις γρηγορότερα στον σκοπό σου
μσν.
τρέχω να βοηθήσω («σπεῡσον, ἀπολλύμεθα ὑπὸ πλήθους πταισμάτων», Ακολ. Παρ. Καν.)
αρχ.
1. κάνω ή προετοιμάζω κάτι με προθυμία («οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν», Ομ. Οδ.)
2. προσπαθώ, κοπιάζω για κάτι με προθυμία και ζήλο (α. «μηδὲν ἄγαν σπεύδειν», Θέογν.
β. «σπεύδοντες τὰ μάλιστ' αὐτήν», Θουκ.)
3. προτρέπω, παρακινώ να γίνει κάτι γρήγορα («σπεύσατε... Τεῡκρον ἐν τάχει μολεῑν», Σοφ.)
4. αγωνίζομαι να κάνω κάτι («ὃν μὲν σπεύδοντα ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων», Ομ. Ιλ.)
5. ταράζομαι ψυχικά («τότε ἔσπευσαν ἡγεμόνες Ἐδώμ... ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος», ΠΔ)
6. (κατά τον Ησύχ.) «ἐρεθίζω»
7. (η μτχ. ενεστ. ως επίρρ.) σπεύδων
με σπουδή, με προθυμία
8. φρ. «ὅταν σπεύδη τις χὠ θεὸς συνάπτεται» — όταν βιάζεται κανείς, κι ο θεός σπρώχνει τα πράγματα παραπέρα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σπεύδω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *(s)p(h)eu-d- «πιέζω, κάνω κάτι με ζήλο, βιάζομαι» και συνδέεται με λιθουαν. spausti, spaudžiu «πιέζω, συνθλίβω, επείγομαι», spauda «πίεση, σπουδή» (από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας), spūda «πίεση», spūděti «είμαι πιεσμένος, βασανίζομαι» (από τη μηδενισμένη βαθμίδα). Η σημ. τής ρίζας «πιέζω, βιάζομαι» διευρύνθηκε στο παρ. σπονδή, το οποίο, εκτός από τη σημ. «βιασύνη, ζήλος», χρησιμοποιήθηκε με σημ. «προσοχή, προσπάθεια, επιμέλεια, σοβαρότητα», από όπου και η σημ. «μελέτη επιστήμης, τέχνης κ.λπ.» (πρβλ. σπουδάζω, σπουδαίος, σπουδαστής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπεύδω — σπεύδω, έσπευσα, εσπευσμένος βλ. πίν. 128 Σημειώσεις: σπεύδω : η μτχ. εσπευσμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που γίνεται με μεγάλη σπουδή, βιασύνη, π.χ. εσπευσμένη εισαγωγή στο χειρουργείο) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σπεύδω — set going pres subj act 1st sg σπεύδω set going pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπεύδω — έσπευσα, εσπευσμένος 1. ενεργώ γρήγορα: Μόλις έμαθε για την άφιξή του, έσπευσε να τον συναντήσει. – Αναχώρησε εσπευσμένα για το εξωτερικό. 2. πηγαίνω κάπου γρήγορα, εσπευσμένα: Έσπευσε από τους πρώτους στην υποδοχή του υπουργού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπεῦδον — σπεύδω set going pres part act masc voc sg σπεύδω set going pres part act neut nom/voc/acc sg σπεύδω set going imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σπεύδω set going imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπεύδετον — σπεύδω set going pres imperat act 2nd dual σπεύδω set going pres ind act 3rd dual σπεύδω set going pres ind act 2nd dual σπεύδω set going imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπεῦσον — σπεύδω set going aor imperat act 2nd sg σπεύδω set going fut part act masc voc sg σπεύδω set going fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπεύδετε — σπεύδω set going pres imperat act 2nd pl σπεύδω set going pres ind act 2nd pl σπεύδω set going imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπεύδῃ — σπεύδω set going pres subj mp 2nd sg σπεύδω set going pres ind mp 2nd sg σπεύδω set going pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπεύσει — σπεύδω set going aor subj act 3rd sg (epic) σπεύδω set going fut ind mid 2nd sg σπεύδω set going fut ind act 3rd sg σπεῦσις festinatio fem nom/voc/acc dual (attic epic) σπεύσεϊ , σπεῦσις festinatio fem dat sg (epic) σπεῦσις festinatio fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπεύσουσι — σπεύδω set going aor subj act 3rd pl (epic) σπεύδω set going fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπεύδω set going fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”